carcamal - ορισμός. Τι είναι το carcamal
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι carcamal - ορισμός


carcamal      
sust. masc. fam.
Persona decrépita y achacosa. Suele tener valor despectivo. Se utiliza también como adjetivo.
carcamal      
carcamal (de "cárcamo"; como adjetivo sólo se aplica a "viejo"; "Ser un, Estar hecho un") adj. y n. m. Persona *vieja y achacosa. Vejancón, vejestorio.
carcamal      
Sinónimos
adjetivo
Antónimos
sustantivo
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για carcamal
1. HERN'3;NDEZ PUÉRTOLAS – 16/01/2006 Si la salud le respeta mínimamente – lo que no es decir demasiado con relación a este carcamal al que hace tiempo que no se entiende apenas nada de lo que dice–, Fidel Castro podría cumplir dentro de menos de tres ańos, el 1 de enero del 200', las bodas de oro en el poder, un récord de longevidad al que ningún autócrata – ya no digamos dirigente democrático alguno– ni siquiera se ha acercado.
Τι είναι carcamal - ορισμός